ὄμμ'

ὄμμ'
ὄμμα , ὄμμα
eye
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δακρυρροώ — (AM δακρυρροῶ, έω) [δακρύρροος] 1. χύνω δάκρυα, κλαίω 2. (για τα μάτια) στάζω δάκρυα, δακρύζω («ὄμμ ἰδὼν δακρυρροοῡν») αρχ. μσν. 1. κλαίω, θρηνώ κάποιον 2. (για φυτά) στάζω υγρό, ρετσίνι ή κόμμι («περὶ δακρυρροουσῶν ἀμπέλων», Γεωπονικόν) …   Dictionary of Greek

  • επισκιάζω — (AM ἐπισκιάζω) ρίχνω σκιά πάνω σε κάτι («νεφέλη ἐπισκιάζουσα αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. με την υπεροχή μου κάνω άλλους να θεωρούνται κατώτεροι ή και ασήμαντοι αρχ. μσν. (για τον θεό) προστατεύω («πνεῡμα Ἅγιον ἐλεύσεται ἐπὶ Σὲ καὶ δύναμις τοῡ Ὑψίστου… …   Dictionary of Greek

  • κατηφής — ές (AM κατηφής, ές) κυρίως αυτός που έχει στραμμένα προς τα κάτω τα μάτια από λύπη ή ντροπή, άκεφος, σκυθρωπός, δύσθυμος, κατσούφης (α. «κατηφής και απαρηγόρητος», Καλλιγ. β. «κατηφὲς ὄμμ ἔχεις;», Ευρ.) αρχ. 1. (για αμπέλι) αυτό που έχει υποστεί… …   Dictionary of Greek

  • προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά …   Dictionary of Greek

  • φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”